Ο όρος φασόλια (στα αγγλικά beans ) αρχικώς αναφερόταν μόνο στα σπέρματα του γένους Phaseolus (στο οποίο ανήκουν τα κοινά, τα κόκκινα και τα φασόλια χάντρες), αλλά αργότερα επεκτάθηκε, ώστε να συμπεριλαμβάνει και το γένος Vigna (στο οποίο ανήκουν τα μαυρομάτικα φασόλια), ενώ πια αναφέρεται πολλές φορές και σε άλλα φυτά της οικογένειας των Χεδρωπών (είναι ουσιαστικά η οικογένεια των φυτών, των οποίων οι ώριμοι καρποί καλούνται όσπρια, και περιλαμβάνει τα κουκιά, τα μπιζέλια, τα φασόλια, τα ρεβίθια, τις φακές και τα φούλια). Τα ρεβίθια είναι μεταξύ των οσπρίων εκείνων που συχνά θεωρούνται φασόλια. Εξαιτίας, πάντως, της κοινής θρεπτικής αξίας και των ευεργετικών επιδράσεων στην υγεία, αναλύονται εδώ ομαδικά.
Τα διάφορα είδη φασολιών (λευκά, χάντρες, κόκκινα) προέρχονται από ένα κοινό πρόγονο που καλλιεργούταν στο Περού. Από εκεί εξαπλώθηκαν στη Νότια και Κεντρική Αμερική από Ινδιάνους μετανάστες. Στην Ευρώπη εισήχθησαν το 15 ο αιώνα από τους Ισπανούς εξερευνητές που επέστρεφαν από το Νέο Κόσμο και στη συνέχεια πέρασαν στην Αφρική και την Ασία από Ισπανούς και Πορτογάλους εμπόρους. Καθώς τα φασόλια αποτελούν μια φθηνή πηγή καλής ποιότητας πρωτεΐνης, έγιναν γρήγορα δημοφιλή σε πολλούς πολιτισμούς.